- βοηθημάτων
- βοήθημαresourceneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ΕΟΦ — (Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων). Κρατικός οργανισμός που λειτουργεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Ιδρύθηκε με τον νόμο 1316/1983, υπάγεται στη δικαιοδοσία του υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και έχει ως αποστολή του την προστασία της δημόσιας… … Dictionary of Greek
врачевьныи — (18) пр. 1.Присущий, свойственный врачу: и Асклипи˫а врачевнаго ради хоудожьства по оумертвии ѥго б҃а нарекоша. (ἰατρικήν) ГА XIII XIV, 45г; оунъ же сыи навыче врачевнѣи хитростi. и врачю˫а ицѣлѩше немощны˫а. ПрЮр XIV, 259а; в пустыни же ѡ(т)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Лундемис, Менелаос — Менелаос Лундемис (греч. Μενέλαος Λουντέμης Агиа Кирьяки Восточная Фракия 1912 * Афины 22 января 1977 года) известный греческий писатель Содержание 1 Биография 2 … Википедия
διανομή — Όρος που στην οικονομία περιγράφει το σύνολο των πράξεων οι οποίες είναι αναγκαίες για την προώθηση των καταναλωτικών αγαθών από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Η διαδικασία για να φτάσουν τα αγαθά, τα προϊόντα και τα εμπορεύματα από τον τόπο… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
οπτικοακουστικός — ή, ό 1. αυτός που σχετίζεται με τον συνδυασμό οπτικών και ακουστικών μέσων ή μεθόδων 2. φρ. α) «οπτικοακουστική εκπαίδευση» συνδυασμένη χρήση συμπληρωματικών βοηθημάτων, όπως λ.χ. μαγνητοταινιών και κινηματογραφικών ταινιών, ραδιοφώνου,… … Dictionary of Greek
Άντυλλος — (2ος αι. μ.Χ.). Γιατρός. Επιδόθηκε ιδιαίτερα στη χειρουργική, ασχολήθηκε όμως και με την υγιεινή καθώς και τη θεραπευτική. Έζησε πριν από τον Γαληνό και ανήκε στην Πνευματική σχολή. Ο Ά. είναι γνωστός από δύο έργα του, από τα οποία διασώθηκαν… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ηρόδοτος — I (Αλικαρνασσός Μικράς Ασίας, περ. 484 – 426 π.Χ.).Ιστοριογράφος. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ταξίδεψε πολύ. Έζησε εξόριστος στη Σάμο, επισκέφθηκε την Ανατολή φτάνοντας μέχρι τον Πόντο και τη Σκυθία, περιηγήθηκε την Αίγυπτο και την Περσία και… … Dictionary of Greek
Ιωαννίνων, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τα Ιωάννινα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 248 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 231 κληρικοί. Για την άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω αρχιερατικές επιτροπείες: Πόλεως Ιωαννίνων,… … Dictionary of Greek